Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Με αφορμή τη συζήτηση για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου


«Για έναν πραγματικό επαναστάτη ο πιο μεγάλος κίνδυνος – ίσως μάλιστα και ο μοναδικός κίνδυνος - είναι να υπερβάλλει την επαναστατικότητα, να ξεχνά τα όρια και τους όρους για μια κατάλληλη και επιτυχημένη εφαρμογή των επαναστατικών μεθόδων. Πραγματικοί επαναστάτες τις περισσότερες φορές έσπασαν τα μούτρα τους σ’ αυτό το σημείο, όταν άρχιζαν να γράφουν την «επανάσταση» με κεφαλαίο γράμμα, να εξαίρουν την «επανάσταση» σαν κάτι το σχεδόν θεϊκό , να χάνουν τα μυαλά τους, να χάνουν την ικανότητα να σκέπτονται, να ζυγιάζουν, να ελέγχουν με τον πιο ψύχραιμο και νηφάλιο τρόπο σε ποια στιγμή, μέσα σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να ενεργούν επαναστατικά και σε ποια στιγμή, μέσα σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να περνούν στη μεταρρυθμιστική δράση».
Λένιν, Άπαντα τ.44 σελ. 223

1. Εισαγωγή
Το 19ο συνέδριο του ΚΚΕ ανήκει πια στην ιστορία. Το κείμενο αυτό βγαίνει στη δημοσιότητα λίγο μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών του κόμματος ακριβώς γιατί ο σκοπός του δεν είναι η παρέμβαση στο εσωτερικό ενός άλλου πολιτικού φορέα αλλά η ένταξη του προβληματισμού που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των αναζητήσεων για μια διαφορετική πορεία του λαϊκού κινήματος στη χώρα μας. Πράγματι, η εσωτερική συζήτηση των μελών του ΚΚΕ έναντι ενός συνεδρίου του κόμματος παρουσίαζε πάντα ενδιαφέρον για τους αριστερούς και τους κομμουνιστές στη χώρα μας και φυσικά δεν μπορούσε ούτε αυτό το συνέδριο να αποτελέσει εξαίρεση. Πόσο μάλλον που το συγκεκριμένο συνέδριο διεξάγεται εν μέσω μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης η οποία αποτελεί ταυτόχρονα κίνδυνο και ευκαιρία για την κομμουνιστική αριστερά στον τόπο μας. Με αυτή την έννοια το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποσκοπεί στην παρέμβαση στα εσωτερικά ενός άλλου πολιτικού φορέα (γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχουν αναφορές στις αλλαγές στο καταστατικό που προτείνει η απερχόμενη ΚΕ του ΚΚΕ) ούτε επιδιώκει να πάρει θέση «προτίμησης» απέναντι στις δύο βασικές απόψεις που βρίσκονται σε αντιπαράθεση. Ο σκοπός του είναι να διερευνήσει στο κατά πόσο ο εν λόγω εσωκομματικός διάλογος μπορεί, και με ποιο τρόπο, να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου που θα βγάλει το Λαό μας από τη σημερινή κατάσταση και θα ανοίξει το δρόμο για την επαναστατική διαδικασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Η αναφορά σε μια σειρά επιμέρους ζητήματα και η κριτική παρέμβαση στη σχετική συζήτηση αποσκοπεί ακριβώς σε αυτό τον στόχο.

2. Για το ζήτημα της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές πλαίσιο
Με τις απόψεις που υιοθετεί η ΚΕ ουσιαστικά τροποποιεί σε πολύ ουσιαστικό βαθμό τη, γνωστή, παλαιότερη θέση του ΚΚΕ περί εξαρτημένης Ελλάδας. Συγκεκριμένα στη Θέση 5 αναφέρεται πως «στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης η Ελλάδα, με στοιχεία υποχώρησης, παραμένει σε ενδιάμεση θέση στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυ-ραμίδα, με εξαρτήσεις απ’ τις ΗΠΑ και την ΕΕ… Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, η Ελλάδα αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο, παραμένοντας σε βαθιά κρίση, με υστέρηση στη βιομηχανική παραγωγή, αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και υψηλό δημόσιο χρέος. Οι πραγματικές αιτίες της θέσης της Ελλάδας βρίσκονται στις πολύμορφες συνέπειες της ανισόμετρης ανάπτυξης ως αποτέλεσμα και της πορείας ενσωμάτωσης στην ΕΕ-Ευρωζώνη και γενικότερα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η οικονομική καπιταλιστική κρίση όξυνε ακόμα περισσότερο αυτήν την πραγματικότητα». Αντίστοιχα στη Θέση 72 αναφέρεται πως «Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής του».
Κατά συνέπεια για την ηγεσία του ΚΚΕ η Ελλάδα δεν είναι εξαρτημένη χώρα αλλά ανήκει στις μεσαίου βεληνεκούς χώρες της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Ωστόσο είναι σαφές πως λόγω της κρίσης έχει αρχίσει μια διαδικασία υποχώρησης, δηλαδή υποβάθμισής της στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Από την πλευρά των διαφωνούντων η γενική κατεύθυνση που υιοθετείται είναι πως στο σημερινό κόσμο υπάρχει ένας μικρός αριθμός χωρών (ΗΠΑ, Ρωσία, Ιαπωνία, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Κίνα) που αποτελούν τους ισχυρούς κρίκους εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας οι οποίοι αντλούν υπερκέρδη/ υπεραξία από τις εξαρτημένες χώρες. Εντός των ιμπεριαλιστικών ενώσεων (πχ ΝΑΤΟ), υπάρχουν σχέσεις ηγεμονίας και εξάρτησης.
Η παραπάνω κατάσταση οδηγεί σε ένα καθεστώς πολύπλευρης οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής εξάρτησης, πράγμα που σημαίνει τη διπλή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το εγχώριο και το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και τη μεταφορά υπεραξίας και υπερκερδών στις ιμπεριαλιστικές χώρες, στις χώρες δηλαδή που μπορούν να μοιράσουν τον κόσμο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα είναι μια χώρα εξαρτημένη και μέσου επιπέδου ανάπτυξης η οποία αναπτύχθηκε με καθυστέρηση διαδραματίζοντας ένα ρόλο δευτερεύοντα, συμπληρωματικό, και συνήθως μεταπρατικό, με τις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης. Μάλιστα σύμφωνα με το πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου ο ελληνικός κρατικομονοπωλιακός (κι όχι μονοπωλιακός) καπιταλισμός αναπτύχθηκε αργότερα απ’ ότι στη Δύση και αυτό είχε ως συνέπεια να στηριχθεί σε χαμηλή υλικοτεχνική βάση. Έτσι η ελληνική οικονομία και βασικοί τομείς της χώρας ελέγχονται από το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο (πράγμα που φαίνεται από την ύπαρξη ανισότιμων εμπορικών, σχέσεων, τη ροή των άμεσων ξένων επενδύσεων, την απόσπαση πρώτων υλών, την καταλήστευση του δημόσιου πλούτου μέσω της απόκτησης του ελέγχου στην ενέργεια και στις μεταφορές). Πρόκειται για μια σχέση εξάρτησης που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Το αποτέλεσμα είναι, ως αποτέλεσμα των σχεδιασμών των κυρίαρχων εντός της ΕΕ εθνικών σχηματισμών, η Ελλάδα να προσανατολίζεται προς τον τομέα των υπηρεσιών και να μεγαλώνει η απόσταση της χώρας από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες των ιμπεριαλιστικών χωρών. Αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές αν λάβει κανείς υπόψη του και τις πρόσφατες εξελίξεις με την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας που επιβάλει η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ΟΝΕ και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με τις εξουσίες που έχουν παραχωρηθεί από την ελληνική άρχουσα τάξη στην τρόικα.
Στο στρατιωτικό επίπεδο η εξάρτηση φαίνεται από την ενσωμάτωση στο ΝΑΤΟ, από το στρατιωτικό υλικό που προμηθεύεται η χώρα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, από την εκπαίδευση στελεχών σε ειδικές σχολές της βορειοατλαντικής συμμαχίας ενώ υπάρχει και το ζήτημα του περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο στο πλαίσιο των γενικότερων σχεδιασμών του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Σε πολιτικό επίπεδο η ελληνική αστική τάξη αποδέχεται το καθεστώς εξάρτησης γιατί έτσι διασφαλίζει την ταξική της κυριαρχία μέσω της στήριξης που τής παρέχεται από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο.

Βάση των παραπάνω η κυρίαρχη αντίθεση στην Ελλάδα είναι η αντίθεση μονοπώλια/ιμπεριαλισμός – Λαός ενώ βασική αντίθεση είναι η αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Επειδή οι δυο αντιθέσεις δεν ταυτίζονται αυτό συνεπάγεται και διαφορετικές τακτικές και πολιτικές συμμαχιών για τους διαφωνούντες με την έννοια πως θα πρέπει και οι μικρομεσαίοι να περιλαμβάνονται στην κοινωνική συμμαχία. Από εκεί και πέρα σε στρατηγικό επίπεδο η επίλυση της κυρίαρχης αντίθεση δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη λύση της βασικής.
Επί της πολιτικής ουσίας οι διαφωνούντες αρνούνται την κατηγορία των «κομματικών» πως με την επιμονή τους στην εξαρτημένη Ελλάδα θέλουν έμμεσα να θέσουν ζήτημα συμμαχίας με την εγχώρια αστική τάξη και ανάγκη μετάβασης σε ένα στάδιο δημοκρατικής αστικής επανάστασης. Πιστεύουν πως αυτά έχουν λήξει από το 15ο συνέδριο: η επανάσταση στην Ελλάδα θα έχει σοσιαλιστικό χαρακτήρα και δεν υπάρχει θέμα ενδιάμεσου σταδίου. Η εξάρτηση αποτελεί έμπρακτη απόδειξη πως το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα υποδουλώνει το λαό σε συμμαχία με το ξένο κεφάλαιο. Ωστόσο με τις θέσεις της ΚΕ τίθεται σαφώς ζήτημα υποβάθμισης/εξαφάνισης του αντιμπεριαλιστικού αγώνα ο οποίος δε σημαίνει συνεργασία με την αστική τάξη αλλά σύγκρουση με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Από τη δική μας πλευρά υποστηρίζουμε πως το βασικό στο διεθνές πεδίο στη σημερινή φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού είναι η διαμόρφωση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Σε αυτή την αλυσίδα εντάσσονται όλες οι χώρες στις οποίες κυρίαρχος είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (άσχετα αν στο εσωτερικό τους μπορεί να υπάρχουν σε υποτελή θέση και άλλοι τρόποι παραγωγής). Η συμμετοχή μίας καπιταλιστικής χώρας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δε σημαίνει αναγκαστικά πως έχει φτάσει στο εσωτερικό της στο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Η είσοδος στο μονοπωλιακό στάδιο σημαίνει πως εντός της αστικής της τάξης τον ηγεμονικό ρόλο τον έχουν αναλάβει οι μονοπωλιακές μερίδες. Από εκεί και πέρα δεδομένης της ύπαρξης της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας το σπάσιμο ενός κρίκου και η επιλογή από το λαό μιας άλλης πορείας με διαφορετικό πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων αντικειμενικά δημιουργεί προβλήματα στη λειτουργία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Με αυτή την έννοια ακόμα και οι εξελίξεις στην πιο μικρή καπιταλιστική χώρα μπορεί να έχουν επιπτώσεις στις πιο ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Γι αυτό πιστεύουμε πως ο όρος της ετεροβαρούς αλληλεξάρτησης είναι πιο δόκιμος από εκείνο την εξάρτησης που έχει μια λογική ντετερμινισμού και δίνει μια προτεραιότητα στις εξωτερικές εξελίξεις ενώ η ταξική πάλη στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού είναι εκείνη που διαμορφώνει σε πρώτο επίπεδο την ιστορική του εξέλιξη και σε δεύτερο επίπεδο έρχεται να προστεθεί η διαλεκτική αυτής της εξέλιξης με τους εξωτερικούς παράγοντες. Σε σχέση τώρα με το ποιες είναι ιμπεριαλιστικές χώρες αυτό θα πρέπει να διαχωριστεί από τ’ ότι κάποια χώρα μπορεί να έχει επεκτατικές πρακτικές ή από τ’ ότι ορισμένες κεφαλαιακές μονάδες μπορεί να έχουν στοιχεία διεθνούς οικονομικής εξάπλωσης. Ως ιμπεριαλιστικές χώρες ορίζουμε όχι εκείνες που έχουν φτάσει απλώς στο ιμπεριαλιστικό στάδιο αλλά εκείνες, τις, λίγες, χώρες που καθορίζουν τις βασικές στρατηγικές για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, δηλαδή για τις χώρες του G8 με την προσθήκη της Κίνας (η οποία αποτελεί μια ιδιότυπη υδριβιακή μορφή συνδυασμού ιδιωτικού και κρατικού καπιταλισμού, αλλά πάντως καπιταλισμού). Αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι πως η ταξική πάλη επιφέρει και αναδιατάξεις στην ιεράρχηση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η Αργεντινή που βρισκόταν αρκετά ψηλά στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα ακόμα και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη συνέχεια οπισθοχώρησε εμφανώς. Η Γερμανία παρότι ήταν μια σαφώς ιμπεριαλιστική χώρα μετά την ήττα της στο β’ παγκόσμιο πόλεμο και το στρατιωτικό έλεγχο των εδαφών της για μερικά χρόνια βρέθηκε σε καθεστώς υποτέλειας το οποίο, για μια σειρά από λόγους, κατάφερε σταδιακά να υπερβεί και να αποτελέσει ξανά μια ιμπεριαλιστική δύναμη. 

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και βάση όσων αναφέραμε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιμπεριαλιστική χώρα. Το γεγονός πως εδώ και αρκετές δεκαετίες έχει περάσει στο μονοπωλιακό στάδιο δεν την μεταβάλλει σε ιμπεριαλιστική χώρα, όπως και πολλές, άλλωστε, άλλες χώρες. Μέχρι την έναρξη της κρίσης συμμετείχε σε σχετικά υψηλές βαθμίδες στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα (άσχετα από την περίοδο πάντα βρισκόταν μεταξύ της 20ης και της 30ης θέσης στην παγκόσμια ανάπτυξη, ενώ μέσα στα 180 χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους η έκταση του αυξήθηκε αρκετές φορές). Η χώρα ανήκει και στο ΝΑΤΟ και στην ΟΝΕ και στην ΕΕ. Όλα αυτά δε δείχνουν κάποιου είδους υπανάπτυξη. Σε σχέση με το ξένο κεφάλαιο η παρουσία του παρουσιαζόταν από τους υποστηρικτές της εξάρτησης πάντα υπερδιογκωμένη σε σχέση με την πραγματικότητα, ειδικά, δε, τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται μια τάση αποδιεθνοποίησης του ελληνικού καπιταλισμού [1]. Τέλος για την πολιτική εξάρτηση η ίδια η ιστορία της χώρας έχει δείξει πως πολλές περιπτώσεις η κυβερνητική εξουσία που αναδείχθηκε είτε δεν ήταν της αποδοχής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είτε ακόμα κι αν αρχικά είχε την προτίμησή τους στη συνέχεια προχώρησε σε ενέργειες που προκάλεσαν τη δυσφορία τους [2]. Στην πραγματικότητα αυτό που υπάρχει δεν είναι εξάρτηση αλλά πολιτικές στάσεις και προτιμήσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων προς το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, πιέσεις για την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών αλλά και σχεδιασμοί της ελληνικής άρχουσας τάξης ανάλογα και με τα ιδιαίτερα συμφέροντά της. Αυτό δε σημαίνει πως σε κατάστασης βαθύτατης κρίσης, όπως η σημερινή, ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός δεν κινδυνεύει να υποβιβαστεί σε χαμηλές βαθμίδες της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας ούτε πως σε τόσο έκτακτες περιστάσεις δεν μπορούν να υπάρξουν στοιχεία εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας.

3. Σε ποιο σημείο είμαστε τώρα;
Ένα σημαντικό ερώτημα που υπάρχει, πέραν της θέσης της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, είναι σε ποιο επίπεδο έχει φτάσει σήμερα η ταξική πάλη στον τόπο μας.
Για την ΚΕ του ΚΚΕ η ένταση με την οποία εισήλθε η κρίση στην Ελλάδα μπορεί να είχε δραματικές επιπτώσεις για τα λαϊκά στρώματα και ορισμένες δυσλειτουργίες για την καπιταλιστική εξουσία, όπως «η αδυναμία αποπληρωμής του δανείου» και η «μη ομαλή συμμετοχή του κράτους στη διεθνή αγορά κεφαλαίων», ωστόσο δεν οδηγηθήκαμε σε καταστάσεις πραγματικού κλονισμού σημαντικών θεσμών του καπιταλιστικού συστήματος: το κοινοβούλιο στήριξε κυβερνήσεις που πήραν όλα αυτά τα αντιδραστικά μέτρα, δε διαμορφώθηκαν συνθήκες εμφανούς αδυναμίας λειτουργίας των κρατικών θεσμών, «δεν επήλθε ακόμα αποδυνάμωση και αλλαγή στις διεθνείς συμμαχίες της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα. Παραμένει ο συσχετισμός υπέρ των δυνάμεων του καπιταλισμού και σε βάρος της εργατικής τάξης» (Θέση 15).
Σε αυτό το, σοβαρό, ζήτημα δεν βρήκαμε τοποθέτηση από την πλευρά των διαφωνούντων πέραν του ότι πρέπει να παραμείνει και να υλοποιηθεί το πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου. Η δική μας θέση είναι πως όσα υποστηρίζει το ΚΚΕ αποτελούν σαφή έκφραση μιας ρεφορμιστικής γραμμής η οποία θα γίνει εμφανής και στη συνέχεια όταν θα αναφερθούμε στα ζητήματα της λαϊκής συμμαχίας και του προγράμματος. Η βάση της τοποθέτησης έρχεται να συνδυαστεί και με τον απολογισμό που κάνει το ΚΚΕ για τον εαυτό του. Έτσι με την εξαίρεση των λαϊκών τμημάτων που συσπειρώθηκαν γύρω από το ΠΑΜΕ, την ΠΑΣΥ και την ΠΑΣΕΒΕ «οι εργατικές και λαϊκές μάζες βρέθηκαν σημαντικά απροετοίμαστες απέναντι στη νέα επίθεση του κεφαλαίου, στις ήδη μεγάλες υλικές απώλειες. Έγιναν εύκολη λεία στη νέα περίοδο του ρεφορμισμού-οπορτουνισμού, σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, στις πρακτικές όπως: Στην κολακεία του αυθόρμητου σε αντιπαράθεση με τον οργανωμένο εργατικό συνδικαλισμό και την απεργιακή μορφή πάλης» (Θέση 23). Και η κριτική συνεχίζεται στη θέση 25 «το λεγόμενο «κίνημα των αγανακτισμένων» και των «πλατειών» στηρίχτηκε, ενθαρρύνθηκε -αν δε σχεδιάστηκε κιόλας- από μηχανισμούς της αστικής τάξης, με στόχο τη χειραγώγηση, την πρόληψη ριζοσπαστικοποίησης… Στις γραμμές του συνασπίστηκε ο δεξιός και αριστερός οπορτουνισμός, κυριάρχησαν αντιδραστικά συνθήματα, συνθήματα της μικροαστικής δημοκρατίας, με στόχο το χτύπημα του κινήματος με ταξικό προσανατολισμό…. Αυτή η γραμμή συσπείρωσης ετερόκλητων μαζών εκφράστηκε και στη συνέχεια στο κριτήριο της ψήφου στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη και του Ιούνη του 2012»[3].
Οι θέσεις αυτές, που χαρακτηρίζονται από έντονο πολιτικό αυτισμό, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες για την απουσία πολιτικής κρίσης, φανερώνουν πως η σημερινή πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ χαρακτηρίζεται από το δίπολο ρεφορμισμού/σεχταρισμού. Της είναι αδύνατο να ανιχνεύσει τα στοιχεία οργανικής κρίσης (με τη γκραμσιανή έννοια) του πολιτικού συστήματος επιβεβαιώνοντας τη ρήση του μεγάλου Ιταλού μαρξιστή: «Ο σεχταριστής θα ενθουσιαστεί με τα εσωτερικά μικρογεγονότα που θα έχουν γι' αυτόν μια εσωτερική σημασία και θα τον γεμίσουν με μυστικιστικό ενθουσιασμό». Συγκεκριμένα η εντύπωση που δημιουργείται στον αναγνώστη είναι πως περίπου δεν έγινε τίποτε αξιόλογο κινηματικά στη χώρα στα τρία χρόνια του μνημονίου ενώ το πολιτικό σύστημα έχει βγει περίπου αλώβητο από αυτή τη διαδικασία. Κι αυτό γιατί δεδομένου πως ό,τι συνέβη δεν είχε σε αυτό την πρωτοβουλία το ΚΚΕ είναι κατά συνέπεια και ανάξιο λόγου. Με αυτό τον τρόπο απαξιώνονται οι μαζικές κινητοποιήσεις (κάποιες από τις οποίες ήταν και πρωτοφανείς) που σημειώθηκαν στις περισσότερες από 20 πανεργατικές απεργίες, οι καταλήψεις υπουργείων για ένα μήνα, οι διαμαρτυρίες στις παρελάσεις, το κίνημα των πλατειών. Το τελευταίο μπορεί να είχε και δευτερεύουσες αρνητικές όψεις όπως πχ η αντίθεση σε οποιαδήποτε κομματική παρουσία ή εκστόμιση από την πάνω πλατεία ορισμένων υπερπατριωτικών συνθημάτων αλλά οι βασικές της πλευρές ήταν η αυθόρμητη κίνηση διαμαρτυρίας εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, οι μορφές αυτοοργάνωσης που αναπτύχθηκαν, τα δίκτυα αλληλεγγύης και το σημαντικότερο απ’ όλα η συνεχής κινηματική αμφισβήτηση για δύο μήνες των πολιτικών του μνημονίου με συγκεντρώσεις σε όλες τις πόλεις της χώρας! Από εκεί και πέρα αμφισβητούνται μια σειρά από άλλες πολύ σημαντικές εξελίξεις: η πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου και της κυβέρνησης Παπαδήμου, η καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, η κατακόρυφη μείωση της δύναμης του δικομματισμού, η άνοδος της αριστεράς σε πρωτοφανή εκλογικά επίπεδα. Αντίστοιχα αξίζει να αναφερθεί πως και στο εσωτερικό του κράτους υπάρχουν ενδείξεις για φαινόμενα κρίσης που οφείλονται στην εισροή της λαϊκής δυσαρέσκειας ακόμα και σε μηχανισμούς σχετικά αδιαπέραστους: έτσι έχουμε την αντιπαράθεση του δικαστικού σώματος με την κυβερνητική εξουσία αλλά και τις φωνές διαμαρτυρίας που ακούγονται, για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά, από το εσωτερικό των μηχανισμών καταστολής.
Στο ιδεολογικό επίπεδο έχει γίνει φανερό πως δεν υπάρχει η διατύπωση κανενός θετικού προτάγματος από την πλευρά της άρχουσας τάξης, κανένα σχέδιο που να δίνει μία ελπίδα στο λαό πως κάποια στιγμή θα αλλάξει η ζωή του προς το καλύτερο. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια κρίση ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης.
Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς την πολύ δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται τα δημόσια οικονομικά και το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί για την επίτευξη κι αυτών ακόμα των στόχων που έχει βάλει η τρόικα και το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, τότε γίνεται εμφανές πως βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο. Και σε αυτό το σημείο είναι που διαφωνούμε, αλλά για διαφορετικούς λόγους, και με την ΚΕ αλλά και με τους διαφωνούντες. Το πρόβλημα της ΚΕ είναι πως ενώ αναφέρεται εκτεταμένα στο τι θα γίνει μετά τη σοσιαλιστική δεν υπάρχει καμία αφορά στο πώς θα φτάσουμε εκεί. Δεν πρόκειται για τυχαίο λάθος, ούτε για απλή παράλειψη. Το ΚΚΕ δεν πιστεύει πως μπορεί να κερδίσουν οι αγώνες κεντρικά και γι’ αυτό δε θέτει ζήτημα πολιτικής εξουσίας. Περιορίζεται στην καθοδήγηση μιας κοινωνικής συμμαχίας που θα την έχει υπό την αποκλειστική καθοδήγησή του η οποία θα περιορίζεται σε κινηματικές δράσεις. Γι’ αυτό ακριβώς θεωρούμε πως έχουν υιοθετήσει μια πολιτική σεχταριστικού ρεφορμισμού.
Οι διαφωνούντες πάλι επιμένουν πάρα πολύ στο ζήτημα του αντιμονοπωλιακού μετώπου και στο αν η Ελλάδα είναι εξαρτημένη χώρα που τελικά μένει πολύ ασαφές το με ποιο τρόπο το αντιμονοπωλιακό μέτωπο θα οδηγήσει στη διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Δε γίνεται επίσης σαφές πως και θα είναι αντιμονοπωλιακό και ταυτόχρονα δε θα χωράνε σε αυτό μερίδες της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης και κατά συνέπεια δε θα ελλοχεύει ο κίνδυνος να πάρει το όλο εγχείρημα άλλη μορφή. Δε λέμε πως οι διαφωνούντες μιλάνε για στάδιο αλλά υπάρχει το πρόβλημα αυτή η ασαφής αντιμονοπωλιακή συμμαχία να οδηγήσει αντικειμενικά, από τη δύναμη των πραγμάτων, στην αποδοχή ενός σταδίου. Τη χαρακτηρίζουμε ως ασαφή, και κατά προέκταση αντιφατική, διότι πέραν του προβληματικού όρου «αντιμονοπωλιακός» δε γίνεται καθαρό και σε ποιου είδους μικροαστικά στρώματα θα περιλαμβάνονται σε αυτή. Πχ. ένας μικροαστός που θα χρησιμοποιεί ένα μισθωτό θα είναι; Αν χρησιμοποιεί τρεις πάλι θα είναι; Πού μπαίνει το όριο; Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: δεν πιστεύουμε πως στο ιστορικό μπλοκ μπορούν να είναι στρώματα που εκμεταλλεύονται την εργασία άλλων. Κι αυτό όχι από κάποια θεωρητική εμμονή αλλά από το γεγονός πως από άποψη υπεράσπισης των δικών τους συμφερόντων δεν θα μπορούν να συμμετέχουν σε μια διαδικασία που αποσκοπεί στην κατάργηση της δικής τους εξουσίας και μόνο προβλήματα και προσκόμματα θα δημιουργήσουν σε αυτή τη διαδικασία.

4. Για το ζήτημα του προγράμματος
Η άποψη που υιοθετεί η ΚΕ για το πρόγραμμα επιβεβαιώνει αυτό που αναφέραμε προηγουμένως. Υποστηρίζεται μια κατεύθυνση σεχταρισμού ακριβώς για να μην αλλάξει τίποτε. Ο στόχος είναι ο σοσιαλισμός και οτιδήποτε το μεταβατικό θεωρείται πως απομακρύνει από αυτόν οπότε αναμένεται η ωρίμανση των συνθηκών (που θα γίνει άραγε με ποιον τρόπο;) για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με τη θέση 28 «στόχοι όπως η ρήξη με την ΕΕ, όταν προβάλλονται αποσυνδεδεμένοι από την πάλη για την εξουσία, χάνουν τον ταξικό τους χαρακτήρα, μπορούν - ειδικά στις σημερινές συνθήκες που η ΕΕ βιώνει κλονισμό της συνοχής της να ενσωματωθούν σε αστικές επιδιώξεις. Ο στόχος της εξόδου από την Ευρωζώνη ή και από την ΕΕ έχει ταξικό χαρακτήρα από την πλευρά μερίδας της αστικής τάξης που θέτει ζήτημα αναπροσανατολισμού των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών της χώρας».
Η αλήθεια είναι πως σε ένα πάρα πολύ υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, στο οποίο μπορεί κανείς να οχυρωθεί ακριβώς για να μην κάνει τίποτε, θα μπορούσε να υπάρχει μερίδα της αστικής τάξης που να επιθυμεί για τους δικούς της λόγους να αποχωρήσει η Ελλάδα από την ΟΝΕ ή/και από την ΕΕ. Όμως εδώ υπάρχουν δύο «αλλά»: πρώτο και λιγότερο σημαντικό «αλλά»: από τη στιγμή που ξεκίνησε η κρίση μόνο από τα αριστερά έχει τεθεί ζήτημα αποχώρησης από ΟΝΕ και ΕΕ. Δεν έχει εμφανιστεί οποιαδήποτε μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης που να επιθυμεί κάτι τέτοιο. Δεύτερο και περισσότερο σημαντικό «αλλά»: Όταν από την πλευρά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς τίθεται το ζήτημα της εξόδου από ΕΕ/ΟΝΕ αυτό συνοδεύεται και από άλλους στόχους όπως η εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με λαϊκό και εργατικό έλεγχο, η ριζική αναδιανομή του εισοδήματος, δηλαδή αιτήματα που μόνο από μια πλευρά μαχόμενης κομμουνιστικής αριστεράς μπορούν να τεθούν. Η υλοποίηση τέτοιων στόχων είναι απολύτως βέβαιο πως θα προκαλούσε την λυσσαλέα αντίδραση ντόπιων και ξένων αστικών κέντρων και γι’ αυτό θα πρέπει να προετοιμάζεται η κομμουνιστική αριστερά οικοδομώντας κοινωνικό μέτωπο υποστήριξης μιας τέτοιας κατεύθυνσης και μη αναμένοντας πότε θα γίνει, περίπου με αυτόματο τρόπο. η μετάβαση στο σοσιαλισμό. 

Είναι ελάχιστα πειστικό το αντεπιχείρημα που προβάλλεται από την πλευρά της ΚΕ πως κι αν ακόμη υπάρξει μια αριστερή κυβέρνηση που βάλει το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ, της κατάργησης των μνημονίων, της κρατικοποίησης επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας αυτή θα αποδειχθεί «άσος στο μανίκι του συστήματος». Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με την ΚΕ, οποιαδήποτε κυβέρνηση στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, ακόμα και αν δεν είναι κυβέρνηση αστικών κομμάτων, είναι κυβέρνηση αστική, κυβέρνηση που εξυπηρετεί και δουλεύει για τα συμφέροντα των μονοπωλίων, κυβέρνηση εχθρική απέναντι στην εργατική τάξη και στους συμμάχους της. Ωστόσο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως μια σειρά από αριστερές κυβερνήσεις πήραν σημαντικά φιλολαϊκά μέτρα συναντώντας έτσι τη λυσσαλέα αντίδραση της αστικής τάξης (πολύ ενδεικτικά να αναφέρουμε την κυβέρνηση Αλλιέντε ή την κυβέρνηση στην Ισπανία του ΄36, ή την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου του Λέο Μπλουμ στη Γαλλία, και υπάρχουν και πολλά άλλα παραδείγματα). Το θέμα δεν είναι μόνο αν μια αριστερή ριζοσπαστική κυβέρνηση θα πάρει φιλολαϊκά μέτρα. Το θέμα είναι το κατά πόσο θα είναι αποφασισμένη να βαθύνει μια διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και κατά πόσο θα είναι προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους ο οποίος δεν μπορεί, από τη φύση του, να μεταλλαχθεί. Με άλλα λόγια το θέμα δεν είναι γενικώς και αορίστως η υποστήριξη σε μια αριστερή κυβέρνηση αλλά ούτε η γενική και αόριστη απόρριψή της. Το βασικό ζήτημα είναι το πρόγραμμά της και το κατά πόσο είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στη δημιουργία θεσμών λαϊκής αντιεξουσίας αλλά και λαϊκής αυτοάμυνας οικοδομώντας αντίστοιχες διαδικασίες.

Στις σημερινές συνθήκες ένα σημαντικό τμήμα του λαού ψήφισε τον Σύριζα ακριβώς γιατί έβλεπε πως η ζωή του χειροτέρευε με δραματικούς ρυθμούς και πως δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι αυτό θα σταματούσε. Αυτό δεν απαντιέται με τη γενικόλογη επίκληση της σοσιαλιστικής επανάστασης αλλά με τη διατύπωση συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος που θα αντιπροσωπεύει αντίστοιχες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες. Το αν αυτή η πολιτική και κοινωνική συμμαχία θα βρεθεί να αναλάβει και κυβερνητική εξουσία δεν παύει να είναι ένα ενδεχόμενο. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό, το πρόβλημα θα υπάρξει αν πιστέψει κανείς πως η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας θα οδηγήσει από μόνη της στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και δε θα υπάρχουν αντιδράσεις από την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Είναι, βέβαια, πιθανό να μην υπάρξει ενδεχόμενο αριστερής κυβέρνησης και η συσπείρωση γύρω από ένα πρόγραμμα να οδηγήσει σε πολλαπλασιασμό των κοινωνικών αντιστάσεων, να υπάρξει βίαιη αντίδραση της άρχουσας τάξης και αυτό να αποτελέσει αφετηρία για την ένοπλη επανάσταση. Αυτό που σε κάθε περίπτωση αποτελεί την έναρξη μιας επαναστατικής διαδικασίας είναι η πολιτική αντιπροσώπευση μιας κοινωνικής συμμαχίας γύρω από ένα πολιτικό πρόγραμμα στο οποίο θα περιλαμβάνονται αιτήματα που θα λειτουργήσουν ως αδύναμοι κρίκοι για την αστική κυριαρχία. Πρόκειται για αιτήματα που σε άλλες συγκυρίες της ταξικής πάλης θα ήταν απολύτως ενσωματώσιμα αλλά στις συγκεκριμένες συνθήκες θα λειτουργήσουν ως καταλύτης για ευρύτερες αλλαγές στους συσχετισμούς δύναμης. Στην περίπτωση της Ελλάδας πρόκειται για τα αιτήματα της κατάργησης του μνημονίου, της στάσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους, της εθνικοποίησης των τραπεζών, της εξόδου της χώρας από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Η άποψη του Σύριζα για επικέντρωση αποκλειστικά στην ακύρωση του μνημονίου και στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους θα έχει τις τραγικές συνέπειες που όλοι είδαμε να συμβαίνουν στην Κύπρο. Αν το ΚΚΕ έχει να προτείνει κάποιο άλλα κομβικά αιτήματα που να δείχνουν στο λαό τα συγκεκριμένα βήματα που θα πρέπει να ακολουθηθούν, ας το κάνει. Το ότι μέχρι τώρα δεν το έχει κάνει αποτελεί σαφή πολιτική επιλογή, έκφραση του δίπολου σεχταρισμού/ρεφορμισμού.

5. Για το ζήτημα του πολιτικού μετώπου
Το ΚΚΕ ουσιαστικά δεν αναφέρεται στην ανάγκη δημιουργίας ενός πολιτικού μετώπου. Αντίθετα η άποψη της ΚΕ υποστηρίζει την ανάγκη στη διαμόρφωσης μιας Λαϊκής Συμμαχίας: «Η Λαϊκή Συμμαχία εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των μισοπρολετάριων, των φτωχών αυτοαπασχολούμενων και αγροτών στον αγώνα κατά των μονοπωλίων και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, κατά της ενσωμάτωσης της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Η πάλη της κατευθύνεται στην κατάκτηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας» (Θέση 61). «Η Λαϊκή Συμμαχία έχει σαφή αντιμονοπωλιακό αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό -αφού ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι μονοπωλιακός- προωθεί τη ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, αντιστρατεύεται τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τη συμμετοχή σε αυτόν» (θέση 62). Η Λαϊκή Συμμαχία σήμερα έχει μια ορισμένη μορφή διαμόρφωσης με τη δράση σε κοινό πλαίσιο των ΠΑΜΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ, ΜΑΣ, ΟΓΕ, δεν αποτελεί συμμαχία πολιτικών κομμάτων» (θέση 66). Σήμερα κατά την ΚΕ δεν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που να εκφράζουν μικροαστικά στρώματα που να συμφωνούν με τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα του αντιμονοπωλιακού αγώνα, στην περίπτωση όμως που εμφανιστούν τότε το ΚΚΕ θα επιδιώξει την κοινή δράση τους μαζί τους πάντα μέσα στο πλαίσιο της λαϊκής συμμαχίας. «Η συνεργασία εκφράζεται με τη συμπόρευση των μελών και οπαδών τους στις γραμμές των μαζικών οργανώσεων που συγκροτούν τη Συμμαχία ή στα όργανά της μέσω των εκλεγμένων μελών τους. Η συνεργασία αυτή δεν διαμορφώνεται σε ενιαίο όργανο Συμμαχίας με κόμματα -συστατικά μέλη, με συγκροτημένη οργανωτική μορφή και δομές. Αντικειμενικά μια τέτοιας μορφής οργάνωση είναι θνησιγενής, συγκρούεται με την αυτοτέλεια του ΚΚΕ, δε συμβάλλει στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των συμμάχων του». «Η Λαϊκή Συμμαχία… δεν παίρνει μέρος στις εθνικές και τοπικές εκλογές, στις ευρωεκλογές, σε δημοψηφίσματα» (θέση 67).
Κατά συνέπεια σε επίπεδο κοινωνικής συμμαχίας το ΚΚΕ μπορεί να συμμαχήσει και με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Αυτό που εντελώς αποκλείεται είναι η συμμαχία τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο με πολιτικούς φορείς κομμουνιστικής αναφοράς: «Στις συνθήκες του μονοπωλιακού καπιταλισμού εμφανίζονται με διάφορες μορφές (άμεση απόσχιση από ΚΚ ή με ρίζα σε παλιότερες αποσχίσεις ή δημιουργία νέων ομάδων -κομμάτων κομμουνιστικής αναφοράς) οπορτουνιστικά πολιτικά κόμματα και ομάδες που διαφοροποιούνται από το ΚΚΕ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πρώτα απ’ όλα στο κύριο πολιτικό ζήτημα, της μεταρρύθμισης ή επανάστασης. Το ΚΚΕ δεν μπορεί να κάνει καμία πολιτική συνεργασία με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις» (θέση 67). Είναι πραγματικά εντυπωσιακό! Το ΚΚΕ μπορεί να κάνει μια μορφή συμμαχία, έστω και σε κοινωνικό επίπεδο, με φορείς μικροαστικών στρωμάτων αλλά δεν μπορεί να κάνει σε κανενός είδους επίπεδο με συλλογικότητες κομμουνιστικής αναφοράς χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την υποτιθέμενη από αυτές αποδοχή μεταρρυθμιστικού και όχι επαναστατικού δρόμου, σταδίων κλπ. Για μια ακόμη αφορά ο σεχταρισμός είναι η καλύτερη δίοδος για το ρεφορμισμό.
Ίσως να φαίνεται κάπως απόλυτη και σκληρή η πιο πάνω διατύπωση αλλά όταν η Α. Παπαρήγα σε ομιλία στο Περιστέρι αναφέρει πως «Στο θέμα της εξουσίας, αυτό που μπορεί να υιοθετήσει η Λαϊκή Συμμαχία είναι η ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, η αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, η κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων -δεν τους βάζεις να συσπειρωθούν σε κάθε μορφή ιδιοκτησίας-, και στη μονομερή διαγραφή του χρέους.» τότε δε γίνεται κατανοητό γιατί δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία με τις πολιτικές δυνάμεις που θα συμφωνούν με αυτούς τους άξονες.
Οι διαφωνούντες στην κριτική τους θεωρούν πως με αυτή την κατεύθυνση καταργείται η τακτική του κοινωνικοπολιτικού μετώπου και το ΚΚΕ αρκείται στην οργάνωση της εργατικής τάξης στο κοινωνικό επίπεδο, η κοινωνική συμμαχία στενεύει αφού περιλαμβάνει μόνο εργάτες και φτωχούς αγρότες, δεν υπάρχει η προοπτική πολιτικών συμμαχιών αλλά και ίδιος ο χαρακτήρας «αντικαπιταλιστικός- αντιμονοπωλιακός» μη περιλαμβάνοντας το «αντιιμπεριαλιστικό» στοιχείο λειτουργεί περιοριστικά για το εύρος της πολιτικής τακτικής μη θέτοντας έτσι ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας.
Εξηγήσαμε προηγουμένως γιατί η πολιτική του ΚΚΕ για τη Λαϊκή Συμμαχία αποτελεί συμπύκνωση του δίπολου ρεφορμισμού/σεχταρισμού. Ωστόσο και οι θέσεις των διαφωνούντων παρουσιάζουν μια αδυναμία δεδομένου ότι βάζουν σε πρώτη προτεραιότητα το αντιμονοπωλιακό περιεχόμενο του αριστερού μετώπου.
Η θέση που υποστηρίζεται σε αυτό το κείμενο είναι πως το αριστερό μέτωπο θα πρέπει να αποτελείται από όλες εκείνες τις δυνάμεις που θα συμφωνήσουν στη διαλεκτική των λαϊκών κινητοποιήσεων και δημιουργίας θεσμών λαϊκής εξουσίας σε συνδυασμό με την εφαρμογή ενός μεταβατικού προγράμματος σε σοσιαλιστική κατεύθυνση από μια αριστερή κυβέρνηση, ενός προγράμματος που θα βασίζεται στους άξονες της κατάργησης του μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων, της άμεσης εθνικοποίησης των τραπεζών καθώς και σημαντικών κλάδων της οικονομίας, της εξόδου από ΟΝΕ και ΕΕ, της ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος. Αυτό δε σημαίνει αντιμονοπωλιακό πρόγραμμα, ούτε κατά συνέπεια ασαφείς συμμαχίες με κοινωνικά στρώματα που εκμεταλλεύονται την εργασία άλλων. Είναι βέβαιο πως η απόπειρα να εφαρμοστούν οι συγκεκριμένοι άξονες θα προκαλέσει τη λυσσαλέα αντίδραση του συνόλου της ελληνικής αστικής τάξης αλλά και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και οι δυνάμεις μιας μαχόμενης κομμουνιστικής αριστεράς θα πρέπει να έχουν προετοιμάσει το λαό ότι θα χρειαστεί να συγκρουστεί με κάθε μέσο για να υπερασπιστεί τις κατακτήσεις του. Το ιστορικό μπλοκ που θα σχηματιστεί θα πρέπει να αποτελείται από το σύνολο των κυριαρχούμενων τάξεων μιας κοινωνίας, δηλαδή εκείνες τις τάξεις και στρώματα που δε χρησιμοποιούν άλλη παρά μόνο τη δική τους εργατική δύναμη (είναι προφανές πως στις κινητοποιήσεις και στις αντιστάσεις, οργανωμένες και αυθόρμητες, ενάντια στο μνημόνιο και στην κυβερνητική πολιτική θα συμμετέχει ένα ευρύτερο φάσμα κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, ωστόσο αυτό δε θα πρέπει να συγχέεται με το ιστορικό μπλοκ.) Από εκεί και πέρα στο πολιτικό μέτωπο που θα δημιουργηθεί θα συμμετέχουν όλες εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που θα συμφωνούν με τους βασικούς άξονες που αναφέραμε διατηρώντας φυσικά την αυτοτέλειά τους. Ένα τέτοιο πολιτικό μέτωπο θα πρέπει να έχει και εκλογική συμμετοχή.

6. Για το ζήτημα της εθνική ανεξαρτησίας
Ιδιαίτερα τώρα για το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας οι θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ δημιουργούν ορισμένα ερωτήματα. Η διατύπωση της θέσης 76 σύμφωνα με την οποία «σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το Κόμμα πρέπει να ηγηθεί στην αυτοτελή οργάνωση της εργατικής - λαϊκής πάλης με όλες τις μορφές, ώστε αυτή να συνδεθεί με τον αγώνα για ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας».
Στην παραπάνω θέση ασκείται αυστηρή κριτική από τους διαφωνούντες. Οι τελευταίοι θεωρούν πως για να ανατραπεί η κατάσταση της εξάρτησης στην οποία βρίσκεται η χώρα μας από τον ιμπεριαλισμό και τα ξένα μονοπώλια θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μέτωπο που θα ανοίξει το δρόμο για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη διατύπωση της ΚΕ σηκώνει πολλές ερμηνείες ξεκινώντας από το γεγονός πως απομακρύνεται από την άποψη του Λένιν για δίκαιους και άδικους πολέμους και πηγαίνει στη νεοπαγή άποψη για αμυντικών και επιθετικών πολέμων. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι αυτό είναι φραστικό πρόβλημα το ζήτημα είναι πως δε γίνεται σαφές πως στην περίπτωση που είναι άδικος/ αμυντικός ο πόλεμος τότε πρώτο χρονικά καθήκον για ένα κομμουνιστικό κόμμα θα είναι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της πατρίδας του και δεύτερο χρονικά καθήκον θα είναι η παρέμβαση μέσα στα λαϊκά στρώματα για να μετασχηματιστεί ο αγώνας για την εθνική ακεραιότητα σε αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Το πρόβλημα είναι πως το ΚΚΕ δεν αναφέρεται στην ανάγκη προάσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας, ανάγκη που προκύπτει από το γεγονός πως μια εισβολή από ξένο κατακτητή θα σηματοδοτήσει διπλή κυριαρχία και εκμετάλλευση για το δοκιμαζόμενο λαό. Αντίθετα η ασαφής διατύπωση για αυτοτελή οργάνωση της λαϊκής πάλης εμπεριέχει τον κίνδυνο διολίσθησης σε τροτσκιστικές απόψεις που αναπτύχθηκαν στο β’ παγκόσμιο πόλεμο και αρνούνταν την εθνική αντίσταση απέναντι στο ξένο κατακτητή. Το πρόβλημα για τους κομμουνιστές δεν είναι η επιλογή της συμμετοχής στην εθνική αντίσταση ως πρώτο βήμα, το πρόβλημα είναι να περιοριστούν σε αυτό το βήμα και να μην προσπαθήσουν να το μεταβάλουν σε σοσιαλιστική επανάσταση.
Η δική μας θέση είναι πως το θέμα της εθνικής κυριαρχίας ποτέ δε θα πρέπει να υποστέλλεται από μία μαχόμενη κομμουνιστική αριστερά. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις ειδικές συνθήκες κατάκτησης από ξένο εισβολέα. Αφορά και την «κανονική» περίοδο της παραμονής μιας χώρας εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, γιατί ο απεγκλωβισμός από τις πιέσεις και τις δεσμεύσεις που επάγεται η συμμετοχή σε αυτήν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την υλοποίηση του αιτήματος της εθνικής ανεξαρτησίας που σημαίνει έξοδο από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και σπάσιμο του αδύνατου κρίκου. Κατά συνέπεια η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας μέσα στη διαδικασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού παίρνει αντιιμπεριαλιστικό- επαναστατικό περιεχόμενο.
Αντίθετα όταν δεν τίθεται το ζήτημα, όπως κάνει τώρα η ηγεσία του ΚΚΕ, τότε δημιουργείται η αντίληψη ότι με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να μεταθέσει το ερώτημα της επανάστασης και των επιπτώσεών της σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Από την άλλη πλευρά με τον τρόπο που θέτουν οι διαφωνούντες το ίδιο ζήτημα αναδύεται ο κίνδυνος να δημιουργηθούν σημαντικές παρερμηνείες. Μόνο αν η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας έχει αποκλειστικά αντιιμπεριαλιστικό πρόσημο μπορεί να συμβάλει στη διαδικασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αλλιώς αν ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας συνοδεύεται με το επίθετο αντιμονοπωλιακός τότε ελλοχεύει η παγίδα να πάρουν τα πράγματα εντελώς άλλη διάσταση και να οικοδομηθεί ένα μέτωπο συμμαχίας με «πατριωτικά» εκμεταλλευτικά στρώματα οπότε έχει τεθεί ξανά στο τραπέζι η στρατηγική των σταδίων.

7. Τελικό συμπέρασμα (τι προκύπτει από όλα αυτά;)
Η αναγκαιότητα σήμερα στη χώρα μας δεν είναι η ανάπτυξη γενικόλογων θεωρητικών συζητήσεων αλλά η συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου (το οποίο θα εκφράζει τις δυνάμεις ενός ιστορικού μπλοκ με τη γκραμσιανή έννοια) που θα διαδραματίσει ένα πρωτοπόρο ρόλο στην ανατροπή των σημερινών συσχετισμών και θα ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Δε θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο και ανάληψης κυβερνητικής εξουσίας από αυτό το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πρέπει το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο και η αριστερή κυβέρνηση να δουλέψουν αφενός για τη δημιουργία θεσμών λαϊκής εξουσίας και αφετέρου για το μετασχηματισμό πλευρών του κράτους. Επειδή όμως ο σκληρός πυρήνας του αστικού κράτους (κατασταλτικές λειτουργίες, δικαικοί μηχανισμοί κλπ) δεν μπορεί να μετασχηματιστεί και η αστική τάξη, με τη βοήθεια των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών, θα επιχειρήσει να ανατρέψει τις λαϊκές κατακτήσεις γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρχει και η αντίστοιχη προετοιμασία για τη δημιουργία δομών λαϊκής αυτοάμυνας.
Δεδομένων των δραματικών συνθηκών που βιώνει ο λαός μας δεν υπάρχει χρόνος για δισταγμούς και για άρνηση συστράτευσης σε μια τέτοια κατεύθυνση. Από τη στιγμή που υπάρχει συμφωνία στους άξονες που περιγράφηκαν ο σχηματισμός αυτού του μετώπου είναι εντελώς αναγκαίος από τις αντίστοιχες δυνάμεις- ανεξάρτητα από τις διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες της κάθε μιας. Η εθελούσια απόσυρση θα τιμωρηθεί αυστηρά από την ιστορία.
«Εδώ είναι το ρόδο, εδώ μπορείς να χορέψεις»


Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος είναι μέλος του Πανελλαδικού Γραφείου της Αριστερής Ανασύνθεσης
[1] Πχ μεταξύ 1994 και 2002 οι άμεσες ξένες επενδύσεις, που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν πολλές, έχουν μειωθεί στο μισό συν το γεγονός πως η έννοια του «ξένου» κεφαλαίου είναι αρκετά προβληματική είτε γιατί πρόκειται για εφοπλιστικά κεφάλαια που κατευθύνονται σε άλλους τομείς είτε γιατί ο μεγάλος όγκος των κερδών των «ξένων» επιχειρήσεων επανεπενδύονται στη χώρα.
[2] Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης αποτελεί το ΠΑΣΟΚ το 1981 και της δεύτερης όλα τα ανοίγματα που έκανε ο Κ. Καραμανλής προς τις αραβικές χώρες στην προδικτατορική οκταετία του
[3] Από την πλευρά τους οι διαφωνούντες είναι ιδιαίτερα επικριτικοί σε σχέση με την οργανωτική κατάσταση και την πολιτική εμβέλεια του ΚΚΕ. Θεωρούν πως στο διάστημα που μεσολάβησε από το 18ο συνέδριο δεν υπήρξε οργανωτική ενίσχυση του κόμματος ενώ στην ΚΝΕ σημειώθηκε αποδυνάμωση, στασιμότητα αναφέρεται και για τους εργασιακούς χώρους, η κυκλοφορία του Ριζοσπάστη μειώνεται. Η χρόνια αυτή κατάσταση ήταν φανερή και από τα εκλογικά αποτελέσματα: στις ευρωεκλογές του 2009 το ΚΚΕ έχασε 150000 ψήφους, στις εκλογές του Μαΐου όχι μόνο, για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία, υπερκεράστηκε από το φορέα της ανανεωτικής αριστεράς αλλά είδε να έχει μόνο τη μισή εκλογική επιρροή του Σύριζα. Στις δε, εκλογές του Ιουνίου τα ποσοστά του έπεσαν στα επίπεδα του 1993 ενώ η εκλογική του σχέση με το Σύριζα πήγε από το ένα προς δύο στο ένα προς έξι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...